- σειράδιον
- το см. σειρήτι[ον]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σειράδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειράδια — σειράδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειράδιο — το / σειράδιον, ΝΜ [σειρά] νεοελλ. ναυτ. καθένα από τα μικρά σχοινιά με τα οποία δένονται οι σειρές τών ιστίων στα ιστιοφόρα πλοία, κν. τσιτσαρόλι ή τσαμαντάλι αρχ. μικρό σχοινί, κορδόνι … Dictionary of Greek
sărad — SĂRÁD, săraduri, s.n. (reg.) Şnur împletit din fire de lână, vopsite de obicei în negru, cu care se împodobesc sumanele. – Din ngr. sirádhion. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 sărád s. n., pl. săráduri Trimis de siveco,… … Dicționar Român